DAVID EGGERS – the circle
Αναμφίβολλα, οι ιστορικοί του μέλλοντος, αν υπάρξουν, θα εντοπίσουν την αιτία για την αιφνίδια μαζική αποβλάκωση του ανθρώπινου είδους, κύριο χαρακτηριστικό του μετανεωτερισμού, στην ολοένα και μεγαλύτερη διαμεσολάβηση του ανθρώπινου ζειν απο το τεχνητό. Η οντολογία της ζωής είναι άμεσα συνυφασμένη με το περιβάλλον και όταν το ανθρώπινο περιβάλλον συνίσταται σε ολιγόλεξα τουιτς και αναρτήσεις μιας σειράς, άμεσης επιδοκιμασίας ή αποδοκιμασίας, χωρίς ενδιάμεσες καταστάσεις και χωρίς ένα απο τα κύρια χαρακτηριστικά της νοημοσύνης, το δισταγμό, όταν με άλλα λόγια οι οντολογικοί περιορισμοί του 0 ή του 1, περιβάλλουν το μεγαλύτερο πεδίο της δραστηριότητας, το αποτέλεσμα δεν είναι ενσυνείδητες μηχανές, αλλά άνθρωποι με γνωσιακές δυνατότητες μηχανών και δη, μαζικά παρασκευασμένων στην κίνα. Αν ισχύει η θεωρία των τριων στρωμάτων εγκεφάλου, όπου το καθένα αντικατοπτρίζει την εξελικτική πορεία του ανθρώπου, απο το ερπετό στο θηλαστικό και απο εκεί στον άνθρωπο, ο σύγχρονος μετανεωτερικός υπήκοος, μπορούμε να πούμε ότι παρατάει το νεοφλοιό και τον διάμεσο εγκέφαλο και ρίχνεται περιχαρής στην εντρύφηση του πλέον αρχέγονου εξελικτικά στρώματος, τον ερπετοειδή εγκέφαλο. Γουστάρει/αποδοκιμάζει, κάνει φίλους ή όχι, ακολουθεί/αποφεύγει, ταχύτατα, σαν το δάγκωμα φιδιού. Με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη νοημοσύνη του.
Η κριτική αυτής της κατάντιας άργησε να εμφανιστεί -συσκοτίζεται άλλωστε αδιάκοπα απο την πλέον διάσημη θιασώτρια του 0 και του 1, την αμερικάνικη αριστερίστικη, πολίτικαλλυ κορρέκτ, υπέρμαχο των δικαιωμάτων και βαθιά φιλελέ, διανόηση – αλλά πλέον πυκνώνουν οι φωνές που εντοπίζουν και αμφισβητούν τα κυρίαρχα ιδεολογήματα της εποχής μας. Μια απο αυτές είναι του αμερικάνου μυθιστοριογράφου David Eggers, του οποίου το πλέον πρόσφατο μυθιστόρημα, The Circle, συζητήθηκε πολύ.
Το the circle, περιγράφει ξεκάθαρα την google. Mια εταιρεία με δικό της campus, στην Καλιφόρνια, υπέρμαχη των πλεον δημοφιλών νεοφιλελεύθερων αμερικάνικων δοξασιών, των πολιτικών ταυτοτήτων, των δικαιωμάτων, του πολίτικαλλυ κορρέκτ, της οικολογίας, που βαθμιαία διαμεσολαβεί την κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα. Με μια μπαλλαρντικού τύπου ταχύτητα κατάδυσης στην ψυχοπαθογένεια, όλη η ανθρωπότητα παγιδεύεται, φαινομενικά οικειοθελώς, σε ένα πρωτόγνωρο ηλεκτρονικό ολοκληρωτισμό.
Το μυθιστόρημα διατρέχεται απο ένα ανεπαίσθητο και υπόγειο χιούμορ, οι εναλλακτικοί, νέοι, προοδευτικοί εργαζόμενοι, θριαμβολογούν που χάρη στις υπηρεσίες της Circle, στέλνονται 62.030.000 χαμόγελα συμπαράστασης στους συγγενείς των θυμάτων, την αμέσως επόμενη στιγμή μιας γενοκτονίας στην ασία, ή 14.106.000 συνοφρυωμένα εμότικονς, σε μια ένοπλη “τρομοκρατική” οργάνωση στη λατινική αμερική. Ίσως βέβαια και να μην πρόκειται για χιούμορ, ο David Eggers, είναι άλλωστε αμερικάνος και πράγματα που στην ευρώπη φαίνονται ακόμα υπερβολικά, στην αμερική είναι κοινός τόπος. Αυτό ίσως να εξηγεί και την αμυδρή αίσθηση υπερβολής στην όλη ροή του μυθιστορήματος – η ηρωίδα παραδείγματος χάριν απο ένα σχεδόν φυσιολογικό ανθρώπινο ον, μετατρέπεται μέσα σε λίγες βδομάδες σε μια αποβλακωμένη ψυχοπαθή. Σε μια χώρα όπου η συντριπτική πλειοψηφία του μορφωμένου πληθυσμού της υποστηρίζει τα πλέον ηλίθια επιχειρήματα των πολιτικών ταυτοτήτων και του πολίτικαλλυ κορρέκτ, όπως για παράδειγμα ότι συνιστά υφαρπαγή και ρατσισμό απο την πλευρά του μυθιστοριογράφου η χρήση ήρωα με διαφορετική απο τη δική του ταυτότητα*, ο διάχυτος κρετινισμός στο the circle, ίσως να μην είναι παρά στυγνή περιγραφή της πραγματικότητας.
Οι διάφορες παθογένειες της μετανεωτερικότητας περιγράφονται -έστω και δια της υπερβολής- αριστοτεχνικά: ο ακραιφνής ναρκισσισμός, η χρήση της υπερευαισθησιας ως εργαλείο ελέγχου της snowflake generation, η υποκριτική εμμονή με το πολίτικαλ κορρέκτ, η απίστευτη ρηχότητα, η κατάθλιψη, ένα σχίσμα μαυρίλας που κάθε τόσο ξεχύνεται στα σωθικά της ηρωίδας και να μην τα ξαναλέμε, η βλακεία. Οι διάλογοι των προιστάμενων αντικατοπτρίζουν δεξιοτεχνικά τη γλώσσα των μανατζεραίων, τα διάφορα σχόλια στα κοινωνικά μέσα και τα διαδικτυακά αστεία είναι πολύ ρεαλιστικά και η ρηχότητα της σκέψης όλων των χαρακτήρων, ακόμα και του τεχνογκουρού ήρωα που εναντιώνεται στη Circle, δημιουργεί ένα μουντό καταθλιπτικό υπόβαθρο. Ο μόνος χαρακτήρας που επιδεικνύει στοιχειώδη νοημοσύνη σε όλο το βιβλίο είναι ο χοντρός, επαρχιώτης, πρώην γκόμενος της ηρωίδας.
Πολλές απο τις παράλληλες τεχνολογικές φρικωδίες του βιβλίου θα μπορούσαν να είναι επεισόδια του μπλάκ μίρρορ, ή δυστοπικών ιστοριών ε.φ. Στο Τhe Circle συνδέονται σε μια συνολική κριτική του τεχνολογικού αρμαγεδδώνα των κοινωνικών μέσων. Η λατρεία του άμεσου, η εξίσωση της κατοχής πληροφορίας με τη δυνατότητα αξολογησής της, η απόσπαση προσοχής, η ναρκισιστική αυτοαναφορικότητα και το διαρκές αίτημα για όλο και μεγαλύτερη διαφάνεια, διατρέχουν όλη τη ροή του βιβλίου.
Αυτό που κάπως απογοητεύει στο the circle είναι η ελαφρώς οργουελλική κορυφωσή του όπου αφήνεται να εννοηθεί ότι το σημαντικότερο πρόβλημα είναι 2-3 συγκεκριμένοι κακοί που ελέγχουν την εταιρεία και μέσω αυτής ολόκληρο τον κόσμο. Σαφώς και περιγράφεται η όλη συνενοχή και συναίνεση, αλλά δίνεται γενικά η εντύπωση ότι αν άλλαζε η ηγεσία της εταιρείας τα πράγματα θα ήταν καλύτερα. Σαν δηλαδή το πρόβλημα να βρίσκεται στον Larry Page ή τον Mark Zuckerberg. Οι πολιτικοί στο βιβλίο περιγράφονται ως ανίσχυρα θύματα της αδίστακτης εταιρείας οι οποίοι υποκύπτουν, θέλοντας και μη, στα συμφεροντά της.
Ωστόσο δε μπορούμε να παραβλέψουμε ότι πριν καν το internet γίνει προσβάσιμο στο ευρύ κοινό, η περιβόητη γη της επαγγελίας των φιλελέδων, ο μυθικός τόπος του τέλους της ιστορίας, είχε ως ένα απο τα ισχυρότερα συμβολά του τη διαφάνεια, τη γκλάσνοστ της σοβιετικής περεστρόικα. Και ενώ η google έκανε τα πρωτα βηματά της πουλώντας εναλλακτισμό στους χρήστες, ήδη τα διάφορα ιδρύματα τέχνης και πρεσβείες χρηματοδοτούσαν καλλιτέχνες για να μας εκθέτουν τη ζωή τους σε μια γυάλα και τα σήριαλ τύπου μπιγκ μπράδερ ήδη κυριαρχούσαν. Ήταν ήδη κουλ να προβάρεις επι σκηνής και όλο και περισσότεροι ένοιωθαν ότι ήταν καλή ιδέα το ανέβασμα προσωπικών στιγμών τους στο γιουτιουμπ. Πριν καν ξεκινήσει το φέησμπουκ, εκατομμύρια χρήστες εκθέταν τους εαυτούς τους σε διάφορες πλατφόρμες, ακριβώς όπως ένα προιον σε εταιρικό κατάλογο.
Η γενικευμένη συσκότιση που εξίσωσε την πληροφόρηση με τη γνώση, πετώντας στα άχρηστα την κριτική σκέψη, δεν ήταν τέκνο του φέησμπουκ – καλλιεργήθηκε πολύ νωρίτερα με αδρή χρηματαδότηση.
Αυτό που με λίγα λόγια δείχνει να αποφεύγει ο David Εggers, είναι το προφανές: ότι η όλη αυτή η κατάσταση του τεχνολογικού εκφασισμού, δεν είναι ένα προσωπικό βίτσιο κάποιων ιδιότυπων ψυχισμών νέων επιχειρηματιών, αλλά η μορφή που παίρνει αναγκαστικά ο καπιταλισμός στην μετανεωτερικότητα. Το ιδεολογικό του πλαίσιο καλλιεργήθηκε απο κοινού απο πανεπιστημιακούς, πολιτικούς και επιχειρηματίες – όπως και κάθε κυρίαρχο άλλωστε ιδεολόγημα, κάθε εποχής. Το ότι το νέο πεδίο καπιταλιστικής λεηλασίας είναι η ίδια η ζωή με την καθημερινοτητά της, ήταν ήδη φανερό απο τις αρχές του ΄90, για πολλούς, ακόμη νωρίτερα.
Μέχρι και τη δεκαετία του ΄80, η έρευνα της τεχνητής νοημοσύνης ήταν σε ένα βαθμό συνεδεμένη με την έρευνα του ανθρώπινου εγκεφάλου – τόσο σε εργαστηριακό, όσο και σε φιλοσοφικό επίπεδο. Αυτό βαθμιαία άλλαξε και η τεχνητή νοημοσύνη θεωρείται πλέον απλά η αυξημένη ικανότητα χειρισμού όλο και πιο τεράστιων όγκων δεδομένων. Η κατανόηση του ανθρώπινου τρόπου σκέπτεσθαι έπαψε να αποτελεί ζητούμενο και καλλιεργήθηκε η δοξασία ότι μπορεί να υπάρξει νοημοσύνη απο ένα σύνολο απόλυτων δυισμών 0 και 1, χωρίς διλήμματα, αμφιβολίες, δισταγμούς, συναισθήματα και αυτή να μην είναι τελείως απάνθρωπη ή τρελλή. Το -ουτοπικό ή δυστοπικό, όπως το δει κανείς- όνειρο των σκεπτόμενων μηχανών, μετατράπηκε στις έξυπνες συσκευές για εξίσου έξυπνους χρήστες. Δηλαδή, εντελώς χαζούς, όπως και τα apps με τα οποία κάνουν παρέα.
*Μιλώντας για το culural appropriation, αυτή τη σχετικά καινούργια, μνημειώδη βλακεία του αριστερισμού, αξίζει να παραθέσω την ανατριχιαστική άποψη της παλαιστίνιας συγγραφέα Susan Abulhawa :”Ως παλαιστίνια .. αποστερήθηκα το σπίτι και την πολιτιστική κληρονομιά, την ιστορία, το φαγητό και την κουλτούρα” Και όταν κάποιος γράφει γι΄αυτή την πληγή, χωρίς να να είναι ο ίδιος παλαιστίνιος, “αποικίζει ένα χώρο, στον οποίο δεν έχει κανένα λόγο να βρίσκεται… το να γράφεις στο όνομα εκείνων των οποίων τη δύναμη έχεις με τον έναν ή τον άλλο βαθμό οικειοποιηθεί, συνιστά κλοπή”. Τι μας λέει, με άλλα λόγια η συγγραφέας; Ότι το δικαίωμα στην ιδιοκτησία, επεκτείνεται απο τα τεχνουργήματα και στα βιώματα, ότι πλέον το σύνολο του ζωικού, μπορεί να υπαχθεί στο νόμο περί πνευματικών δικαιωμάτων. Εξ΄ου και η αιφνίδια συμπόρευση των πλέον ακραίων φιλελεύθερων ιδεολογημάτων με τις πολιτικές ταυτοτήτων και δικαιωμάτων: μοιράζονται το ίδιο πάθος για ιδιοκτησία, για αγορά και πώληση και προσφέρουν στην αγορά νέα πεδία αγοραπωλησίας.
Knopf, στα ελληνικά Κέδρος
UNDAE – Brillantasia – rites magiques, κασσέτα
Ενδιαφέρων εξώφυλλο, μια όμορφη επεξεργασία φωτογραφίας ενός δάσους, μάλλον φθινοπωρινού, με φτέρες και πλατύφυλλα και μια υποψία ρέματος να το διασχίζει, με ένα ζωγραφισμένο στο χέρι φαντασματάκι, να διακωμωδεί, ή να παιχνιδίζει με, την όλη εικόνα. Η μουσική περιέργως έχει κάτι απο το αρτγουορκ. Ξεκινά σαν μίξη απο ηχογραφήσεις αντικειμένων και ήχων και συνεχίζει με ήχους με ουρά και ντικέι, που άλλοτε συνδιαλέγονται ρυθμικά και άλλοτε απλώνονται στον χώρο, αλλά κάπως διακριτικά. Υπάρχει ένα στοιχείο σάουντρακ ταινίας τρόμου, αλλά ενώ σε καμμία περίπτωση δεν είναι διακωμώδηση, ούτε και σοβαρά δείχνει να το παίρνει. Αυτά για την πρώτη πλευρά.
Η δεύτερη ξεκινά με ένα ρυθμικό σύμπλεγμα ήχων και textures που βγάζουν μια κάποια ψηφιακή επεξεργασία στην υφή τους, καθώς ένα θέμα υπόκειται σε διαρκή τρανσπόζ. Υπάρχει κάτι το hecker-ικό στα απλώματα των ήχων, οι οποίοι όμως είναι κάπως ξεροί, δεν έχουν δηλαδή απο μόνοι τους ενδιαφέρον. Αυτό που κεντρίζει στην ακρόαση είναι η σύνθεση αυτών των ήχων και οι κάπως αλλόκοτες εναλλαγές τους. Επηρεασμένος ίσως απο την εικόνα του εξωφύλλου, σκέφτομαι ότι θα΄θελα να δω μια ταινία που θα είχε αυτό το σάουντρακ.
errata, https://manufactureerrata.bandcamp.com/
3 ASEXUAL NON-RITUAL MELODIES – κασσέτα
100% jain post-noise, δηλώνει φαρδυά πλατιά στο εξωφυλλό της αυτή η κασσέτα. Δεν ξέρω το εννοείται με το jain, παντως το ποστ-νοιζ δε με προδιέθεσε και πολύ θετικά. Γενικά το να περιγράφεται το είδος της μουσικής στο εξώφυλλο είναι κάπως, άμα έχει και τη λέξη post … Προφανώς έχει γίνει (ελπίζω) με μια παιχνιδίζουσα διάθεση, αλλά τα ηχητικά μονοπάτια της κασσέτας θα μπορούσαν να περιγραφούν όντως και ως ποστ-νοιζ, απο κάποιον μουσικοκριτικό, όχι ποπ, ούτε ιντυ ροκ, ή χιπ-χοπ. Στο δια ταύτα, η πρώτη πλευρά ξεκινά αλλόκοτα με μια αισθητική ρίτουαλ, ή και νον-ρίτουαλ, αν επιμένουν οι δημιουργοί τους, δεν είναι εκεί το θέμα, το θέμα είναι ότι πέρα απο μια αίσθηση ημιορεινών μοναστηριών και μερικές φευγαλέες εικόνες για τη ματαιότητα μιας υπάρξεως εκεί, η πλευρά τελείωσε και δεν κατάλαβα τίποτα.
Η Β΄ πλευρά συνεχίζει στο ίδιο αλλόκοτο κλίμα, εδώ υπάρχει spoken word και ρυθμικοί βιομηχανικοί θόρυβοι, ήχοι βγαλμένοι απο τα ΄80ς, αρκετά λόου φάι αλλα και πιο συμπαθητικοί στο αυτί. Κάποια στιγμή παίρνουν μια κλασσική θορυβική φόρμα, εν ειδει ρυθμικής λούπας και λήγουν με μια επαναλαμβανόμενη συχνότητα που σβήνει σιγά σιγά. Και πριν καλά προλάβεις να αναρωτηθείς τι ήταν αυτό που άκουσες, μπαίνει ένα φολκλόρ τραγούδι, στο οποίο προστίθεται σιγά σιγά θόρυβος και μετά κάτι πειραγμένες φωνές και άντε γεια σας. Πάει και αυτή η πλευρά.
Η ζωή χωρίς το αλλόκοτο είναι βαρετή τα μάλα, αυτό είναι σίγουρο.
s.e.c.t.
DRUG CULTURE – everybody cares now κασσέτα
Η μια πλευρα, ας την πουμε Α, χαθηκε να ειχε ενα σημαδακι, ξεκινα με ενα υπνωτικο βιομηχανικο/θορυβικο τρακ, πολυ κοντα σε deutsch nepal (horses give birth to flies) και συνεχιζει σε λιγοτερο θορυβικα και πιο ρυθμικα, καπως βιομηχανικα μονοπατια. Η ολη αισθητικη ειναι αρκετα βιομηχανικη, με λιγες techno αναφορες και σε σημεια πιο dance. Στο ίδιο περίπου πνεύμα και η άλλη πλευρά, σε ελαφρώς πιο dance μονοπάτια. Τα στυλ είναι διάφορα, ένα κομμάτι είναι κλασσικό άσιντ, με το φίλτρο μπροστά μπροστά στη μπασσογραμμή, το επόμενο πιο κλασσικό τέκνο, ένα άλλο πιο χάουζ, δυο-τρια πιο μέηνστρημ ντανς, η γενική ατμόσφαιρα παραμένει ωστόσο ίδια, ισσοροπώντας ανάμεσα στο βιομηχανικό και το ντανς. Ενδιαφέρουσα δουλειά, ίσως αν είχε λιγότερα κομμάτια, 6 αντι για 10 ας πούμε, το όλο αποτέλεσμα να ήταν πιο συμπαγές.
osmtapes.bandcamp.com
UCHRONIA – v/a, 3πλο cd
Πειραματική, στις διάφορες εκφάνσεις της, μουσική απο την Ν.Α. Ασία, με σχήματα απο Ιράν, ΜιανΜάρ, Καζακστάν, Μαλαισία, Κουβέιτ, Παλαιστίνη, Ιρακ, Γεωργία, Συρία. Όπως είναι αναμενόμενο, περιέχει πολλά ενδιαφέροντα ακούσματα και πολλά μάλλον αδιάφορα, μην περιμένετε να σας απαριθμήσω τα μεν και τα δε, αφενός γιατι ars longa μεν, vita brevis δε και αφετερου γιατι ενώ προφανέστατα έχει γίνει εξαιρετική δουλειά στην εύρεση των κομματιών, η συσκευασία δεν περιλαμβάνει παρά ένα φάκελλο, αμφιβόλου προσδόκιμου ζωής, τυπωμένο μάλλον σε ινκτζετ, αν κρίνω ότι ήδη κάποια γράμματα κάνουν νερά, κ οι φάκελλοι των σιντι δεν έχουν ξεχωριστή αρίθμηση, ούτε τρακλιστ.
Με άλλα λόγια, ενώ πρόκειται για μια δουλειά που ανήκει ξεκάθαρα σ΄αυτό που λέμε library, με αρκετά δυσεύρετα προτζεκτς, το ντοκιουμεντέσιον είναι υπερβολικά φτωχό και αδικεί κάπως τη συλλογή. Απο την άλλη η μουσική είναι το πρωτεύων και υπάρχει μπόλικη καλή σε αυτή την 3πλή συλλογή.
Το Διαλυτικό νο 2, 160 σελ. Β5
Αρχίζοντας, κατά την προσφιλή μου συνήθεια, την ανάγνωση απο το τέλος, πέφτω πάνω στην Καταγραφή Έτους, του Λεωνίδα Μαρσιανού, ανάγνωσμα ηθικοπλαστικό θα μπορούσε να το πει κανείς, επι του παρόντος διαπραγματεύομαι την κριτική του συνολικού του συγγραφικού πονήματος υπο αυτό το κόνσεπτ, ένα έργο ζωής, για την κριτική μιλάω, όχι για τη συγγραφή, οπότε για καλή σας τύχη δε θα επεκταθώ. Το επόμενο σ΄αυτή την αντεστραμμένη σειρά, είναι το διαμάντι του Στσεγκλώφ, συνταγή για μια νέα πολεοδομία, για πρώτη φορά μεταφρασμένο στην πλήρη εκδοχή του, εξαιρετική δουλειά. Ένα απο τα εμβληματικά κείμενα της καταστασιακής κριτικής. Πολλά μπορεί να προσάψει κανείς στους καταστασιακούς, όπως μεγαλοστομία, εγωπάθεια, υποκρισία, το γεγονός ωστόσο παραμένει ότι η κριτική τους μπορεί ακόμη, μισό και βάλε αιώνα μετά να είναι πιο επίκαιρη και ριζοσπαστική για την εποχή μας απο το μεγαλύτερο σύνολο της σύγχρονης κριτικής. Δε μπορούμε παρά να υποκλιθούμε σε ένα κείμενο, που εν έτει 1953, δηλώνει ότι “ανάμεσα στον έρωτα και τον αυτόματο σκουπιδοφάγο, η νεολαία έχει σε όλες τις χώρες επιλέξει τον σκουπιδοφάγο.” Εξαιρετικό και το σημείωμα της μετάφρασης.
Αλλάζοντας σειρά ανάγνωσης, στο δεύτερο τεύχος του διαλυτικού, συνεχίζεται η κριτική στις πολιτικές ταυτοτήτων, τόσο στο εισαγωγικό του σημείωμα (και με επίκεντρο τις συνελεύσεις μετά τη δολφονία του Ζ.Κωστόπουλου), όσο και στο κείμενο των polaris-shevek , καθώς και σε ένα βαθμό, σε ένα απο τα δυο κείμενα του Π.Ρούφου. Αναμφίβολα αυτό που συμβαίνει τα τελευταία χρόνια με το πολίτικαλ κορρέκτ και τις πολιτικές ταυτοτήτων αποτελεί ξεκάθαρη επίθεση ενάντια στην ίδια τη φαιά ουσία. Οι “κινηματικοί” θιασώτες του δε, το έχουν τόσο παρακάνει κουνώντας το λιγδιασμένο απο νεοφιλελέρα δαχτυλάκι τους παντού, που κάποιος δε μπορεί παρά να αναρωτιέται για το όταν αυτή η φούσκα βλακείας και χυδαιότητας σκάσει, αν οι τωρινοί ακραιφνείς υποστηρικτές της νοιώσουν κάτι παρόμοιο με το κύμα ενοχής που κατέλαβε τους γερμανούς μετά τη συντριπτική τους ήττα στο Β΄ Παγκόσμιο.Στο στυλ, ουπς, μαλακίες λέγαμε.
Στο δια ταύτα, το κείμενο των shevek-polaris επιχειρεί μια ιστορική εμβάνθυνση στο όλο φαινόμενο των πολιτικών ταυτοτήτων, κατά τη γνώμη μου σε σωστή κατεύθυνση. Στη συνέχεια επιχειρεί να διασαφηνίσει ορισμένα απο τα θέματα που τέθηκαν στο προηγούμενο κείμενο κριτικής για το εν λόγω θέμα, που είχε δημοσιευτεί στο 1ο τεύχος. Οι πληροφορίες και οι παραθέσεις απο μερικά απο τα πρωτα κείμενα της διαθεματικότητας, είναι πολύ χρήσιμα. Όπως πιστεύω και κάθε κριτική σ΄αυτό το σύνολο ιδεολογημάτων, που ένα απο τα βασικά του χαρακτηριστικά είναι ακριβώς η φίμωση, κάθε αντίθετης κριτικής, με το μπαμπούλα της ρετσινιάς του ρατσιστή/σεξιστή κτλ.
Άλλα κείμενα που περιέχονται στο Διαλυτικό.
Μια κριτική ενός κειμένου του αντόρνο, για την οποία δεν πολυκατάλαβα το λόγο υπαρξής της, το αυτό ισχύει και για το εισαγωγικό της σημείωμα. Να καταθέσω βέβαια εδώ και το δικό μου προσωπικό βίωμα, το τραύμα αν θέλετε, που μας πηγαίνει πίσω στα μέσα της δεκαετίας του ΄90 και τις πρώτες συζητήσεις για τη δημιουργία ευρύτερου δικτύου diy, όπου η επίκληση στον αντόρνο ήταν ψωμοτύρι για τους θιασώτες του αντιεμπορευματικού και έσχατο όπλο επικυριαρχίας στη συζήτηση και το αποτελεσμά της, κάτι που τραυμάτισε ανεπανόρθωτα τον μετεφηβικό ψυχισμό μου, με αποτέλεσμα να μη μπορώ να διαβάσω στα σοβαρά αντόρνο.
Μια πολύ χρήσιμη αναφορά και ανάλυση στις των επαναστατικές διεργασίες στη γερμανία του 1918-1921.
Ένα κείμενο αναφορικά με τα συλλαλητήρια “για τη μακεδονία μας”, που επιχειρεί, μια κάπως μπερδεμένη στα δικά μου μάτια, κριτική τόσο του εθνικισμού, όσο και παράλληλα του “διεθνισμού”.
Το “Ιστορία και Υποκείμενο” του Perry Anderson, το οποίο ομολογώ πως δεν κατάφερα να παρακολουθήσω.
Μια κριτική στο βιβλίο του Βαρουφάκη, Ενήλικες στην Αίθουσα, απο τον Π. Ρούφο. Αν ξεπεράσουμε το γεγονός του περιορισμένου ενδιαφέροντος που θεωρώ ότι μπορεί να έχει ένα τέτοιο θέμα, σε γενικές γραμμές τα σημεία που επισημαίνονται στο κείμενο, τόσο εκεί όπου υπερασπίζεται τον Βαρουφάκη, όσο και στα σημεία που ασκεί κριτική, γενικά είναι εύλογα και καλοδουλεμένα. Αυτό που μου προκαλεί μια σχετική απορία είναι η μη-αναφορά του προφανούς: της όλης γελοιότητας και φαιδρότητας, τόσο του βαρουφάκη, ως άτομο και ως φορέα απόψεων, όσο και συνολικά του Συριζα. Έχω την εντύπωση ότι ενίοτε είναι ολέθριο σφάλμα να παίρνουμε κάποια πράγματα στα σοβαρά. Και η Βαρουφάκια κριτική, ενός ανθρώπου που ήρθε απο τα αριστοκρατικά κολλέγια και τη θέση του ως σύμβουλος του Παπανδρέου, θεωρώ ότι ήταν εξαρχής σφάλμα ότι συζητήθηκε στα σοβαρά απο μεγάλο κομμάτι του ριζοσπαστικού/ανταγωνιστικού κινήματος. Η αλήθεια είναι πάντα συνυφασμένη με το πλαίσιο στο οποίο υπάρχει. Και το Βαρουφάκειο πλαίσιο, έχει οπωσδήποτε ενδιαφέρον, αλλά όχι τόσο όσο να του αφιερωθούν και σελίδες κριτικής.
Το επόμενο κείμενο του Ρούφου, διαπραγματεύεται την επιθετική ευαισθησία, αποτελεί δηλαδή κατά κάποιο τρόπο μια συνέχιση της κριτικής στις πολιτικές ταυτοτήτων. Ξεκινά κάπως αλλόκοτα με μια αναφορά στην εκλογή του τραμπ, στο πολιτκό ρεύμα του alt-right και την επιρροή του στην εκλογή αυτή, για να συνεχίσει στην αναφορά του στο kill all normies, της a.nagle και απο εκεί στις αντιδράσεις που αυτό προκάλεσε στους μόνιμα ευερέθιστους οπαδούς των πολιτικών ταυτοτήτων. Υπάρχει μια πολύ σωστή στη βάση της ιστορική ερμηνεία μιας βασικής πηγής του εν λόγω ιδεολογήματος, στο αμερικάνικο μεσοαστικό, αριστερίστικο εναλλακτικό κίνημα των αρχών του ΄70. Αυτό που κάνει το όλο κείμενο ωστόσο κάπως δυσανάγνωστο, πέρα απο την σε κάποια σημεία στα όρια της δυσλεξίας, γλώσσα του, είναι η καπως θολή σύνδεση του βιβλίου και των πολέμων που δέχθηκε, με το φαινόμενο της υπερευαισθησίας (βλ. snowflake generation) και απο εκεί σε μια κριτική των πολιτικών ταυτοτήτων,αφού το όλο κείμενο ακροβατεί μεταξύ μιας κριτικής στο βιβλίο της nagle και μια γενικότερης κριτικής στα εν λόγω ιδεολογήματα. Δηλαδή ενώ εν τέλει το κύριο θέμα του κειμένου είναι οι μέθοδοι της καταστολής κάθε άποψης που αντιτίθεται στην πολιτική ταυτοτήτων, ο ελειπτικός και κάπως ακαδημαικός (με την έννοια του τρόπου συγγραφής πτυχιακών εργασιών, με τις μακροσκελείς παραπομπές και τις συνήθεις ανουσιοτητές τους) τρόπος που επιχειρείται να καταδειχτεί αυτό, κουράζει κάπως. Το κείμενο παραμένει ωστόσο σημαντικό ως κριτική και με αρκετές χρήσιμες πληροφορίες ειδικά για το τι συμβαίνει στον ακαδημαικό κόσμο (κυρίως της αμερικής).
Τεφλόν νο 20 – 128 σελ. Β5
Τεύχος επετειακό, τόσο ως εικοστό, όσο και -κυρίως- ένεκα του ότι κλείσαμε ήδη δέκα χρόνια απο την πρωτη κυκλοφορία του τεύχους μηδέν του Τεφλόν. Υπάρχουν πολλά που μπορεί να παρατηρήσει κανείς στη δεκαετή διαδρομή του εν λόγω εντύπου. Καταρχάς, είναι μάλλον το πρώτο έντυπο που γνωρίζω, που αν και εκφράζει μια ακαδημαική, λόγια κατά κάποιο τρόπο, αισθητική στην ενασχολησή του με το αντικείμενο, τόσο στην επιλογή και στις μεταφράσεις των ποιημάτων, όσο και στην ίδια την εμφάνιση και αισθητική του εντύπου, το Τεφλόν διακινήθηκε και διακινείται με κουτί ελεύθερης συνεισφοράς. Κάτι που μας οδηγεί στην άλλη του ιδιαιτερότητα. Την ξεκάθαρη πολιτική του θέση, η οποία είναι έκδηλη τόσο με τις επιλογές των ποιημάτων και των αφιερωμάτων, όσο και στα κατά καιρούς συντακτικά τους κείμενα.
Αναμφίβολα, δεν είμαι ο πλεον κατάλληλος να μιλήσω για ποίηση, θεωρώ ωστόσο ότι η ποιότητα της δουλειάς, τόσο σε επίπεδο μετάφρασης όσο και επιλογής, είναι εξαιρετική. Και διαβαζοντάς το σκέφτομαι ότι λείπουν αντίστοιχα έντυπα, με πολιτική θέση και άποψη, που να διακινούνται με ανάλογο τρόπο και που να αφορούν άλλα θέματα, πχ λογοτεχνία, ή ακόμα και μουσική (ναι, υπάρχουν πολλά μουσικά φανζινς και μουσικά περιοδικά, αλλά κανένα με τα χαρακτηριστικά του Τεφλόν).
Να ευχηθούμε χρόνια ακόμη καλύτερα και αν όχι πολλά, αρκετά τουλάχιστον για άλλη μια επέτειο.
teflon08@gmail.com
Comments are closed.